- φθισιοφοβία
- ηφανταστικός φόβος ανθρώπου που κατέχεται από την έμμονη ιδέα ότι είναι φθισικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθισιοφοβία — η, Ν ιατρ. φανταστικός και αδικαιολόγητος φόβος ατόμου που έχει την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθίση / ις + φοβία] … Dictionary of Greek